TEP λαπαροσκοπική αποκατάσταση βουβωνοκήλης
Η βουβωνοκήλη είναι πάθηση του κοιλιακού τοιχώματος. Το κοιλιακό τοίχωμα απότελείται από διάφορα στρώματα, με την σειρά από έξω προς τα μέσα: δέρμα, λίπος, μύες απονεύρωση και περιτόναιο.

Η απονεύρωση είναι το ισχυρό στρώμα στο κοιλιακό τοίχωμα και μπορούμε να το φανταστούμε σαν χοντρό ισχυρό σεντόνι, ενώ το περιτόναιο που είναι και το τελευταιο στρώμα πριν μπούμε στην κοιλιά και τα εσωτερικά όργανα και μπορούμε να το φανταστούμε σαν την μεμβράνη που καλύπτει τα τρόφιμα και είναι ελαστικό, δεν σκίζεται και τεντώνει και ξεχειλώνει εύκολα.
Στην περίπτωση που υπάρχει ένα χάσμα-μια τρύπα- στην απονεύρωση στην βουβωνική περιοχή διαμέσου της οποίας εσωτερικά όργανα της κοιλίας ,οπως συνηθεστατα το εντερο ή και απλό λίπος, βγαινουν και
φουσκώνουν προς τα έξω,τυλιγμένα με περιτόναιο, λέμε οτι έχουμε βουβωνοκήλη.
Η βουβωνοκήλη είναι δηλαδή η έξοδος εσωτερικών οργάνων τυλιγμένων με περιτόναιο από μια τρυπα της απονεύρωσης στην βουβωνική περιοχή.
Τα εσωτερικά αυτά όργανα είναι δυνατό να παγιδευτούν και να στραγγαλιστούν στην κήλη με αποτέλεσμα να επηρρεαστεί η αιμάτωση τους και να φτάσουν στο σημείο ακόμη και να νεκρωθούν. Αυτό αποτελεί μια δυνητικά θανατηφόρα κατάσταση, είναι κάτι που δεν περνά απαρατήρητο, καθώς έχει πολύ έντονο πόνο ίσως εμετό, ο ασθενής πρέπει να χειρουργηθεί επειγόντως και αναλόγως της βλάβης που έχει προκληθεί μπορεί να φτάσουμε μέχρι και να κόψουμε το έντερο να το επανασυνδέσουμε κτλ δηλαδή ξαφνικά μια επέμβαση που θα ήταν ρουτίνας έχει περιπλακεί πάρα πολύ με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η λαπαροσκοπική αποκατάσταση της βουβωνοκήλής TEP από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων Totally ExtraPeritoneal, γίνεται μόνο με δυο πάρα πολύ μικρές τομές των 3 χιλιοστών και μια του ενός εκατοστού στο κοιλιακό τοίχωμα. Πρόκειται για ολοκληρωτικά εξωπεριτοναική μέθοδο πλαστικής αποκατάστασης της βουβωνοκήλης με πλέγμα.
Η επέμβαση είναι ελάχιστα επεμβατική και διενεργειται λαπαροσκοπικά, με ειδικά πολύ λεπτά απόλυτα εξειδικευμένα εργαλεία για την συγκεκριμένη επέμβαση.

Με την εξαιρετική εικόνα που προσφέρει η ειδική υψηλότατης αναλυσης κάμερα, η κήλη αναγνωρίζεται και ο σάκος μαζί με το περιεχόμενο του, το έντερο, τραβιούνται πίσω στην κανονική τους θέση.
Ένα ειδικό πλέγμα τοποθετείται κατόπιν στο σημείο που υπήρχε η κήλη και μάλιστα, σε αντίθεση με άλλες μεθόδους, τοποθετείται πίσω από την απονεύρωση έτσι ώστε η κήλη να μην ξαναεμφανιστεί.
Η μέθοδος είναι απόλυτα ανώδυνη καθώς το πλέγμα δεν χρειάζεται ούτε να ραφτεί ούτε να καρφωθεί με καρφιά όπως γίνεται σ
ε άλλες μεθόδους. Οι τομές συγκλείνονται με ειδική κόλλα ώστε να μην μείνει κάποιο σημάδι.
Ο ασθενής φεύγει σε μερικές ώρες από το νοσοκομείο και επιστρέφει τάχιστα στην κανονική του δραστηριότητα.
Αξίζει τέλος να κάνουμε μια σύγκριση της TEP λαπαροσκοπικής αποκατάστασης με την παλαιά κλασσική ανοικτή μέθοδο με πλέγμα καθώς και με την ενδοπεριτοναική TAPP μέθοδο.
Αρχικά, σε σχέση με την παλαιά ανοικτη μέθοδο, υπάρχουν δυο σπουδαίες διαφορές, εκτός από την προφανή που είναι η μεγάλ
η τομή που υπάρχει στην κλασσική ανοικτή μέθοδο.
Η πρώτη διαφορά είναι οτι το πλέγμα στην ανοικτή μέθοδο τοποθετείται έξω από τους μύες και την απονεύρωση ενώ στην TEP τοποθετείται μέσα από τους μύες και την απονευρωση. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο γιατί σε αυτή ακριβώς την λεπτομέρεια κρύβεται η αιτία για το πολύ υψηλότερο ποσοστό υποτροπής το οποίο υπάρχει στην ανοικτή μέθοδο. Φανταστείτε ενα υδροηλεκτρικό φράγμα το οποίο έχει μια τρύπα που πρέπει να κλείουμε με ένα μπάλωμα(πλέγμα). Στην περίπτωση της παλαιας ανοικτής μεθόδου το μπάλωμα μπαίνει έξω από το τείχος και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να ξεκολλήσει από την πίεση που του ασκεί το νερό, ενώ στην περίπτωση της TEP το μπάλωμα μπαίνει από μέσα έτσι ωστε το νερό με την πίεση του το κρατά στην θέση του.
Η δεύτερη διαφορά είναι οτι στην περίπτωση της ανοικτής μεθόδου το πλέγμα καθηλώνεται με ράμματα ή μεταλλικά clips ή ειδικά καρφιά, ενώ στην περίπτωση της λαπαροσκοπικής TEP δεν απαιτείται καμμία καθήλωση με ράμματα ή καρφιά. Το πλέγμα εξαιτίας της τεχνικής είναι αυτοκαθηλούμενο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η TEP να είναι τελείως ανώδυν
η σε σχέση με την παλαιά μέθοδο όπου εκτός από τον άμεσο μετεγχειρητικό πόνο έχει παρατηρηθεί ενα σημαντικό ποσοστό ασθενών οι οποίοι εμφανίζουν χρόνιο μετεγχειρητικό πόνο για τον οποίο πολλές φορές απαιτείται να χειρουργηθούν ξανά χωρίς να έχει υποτροπιάσει η κήλη τους.
Συγκριτικά με την μέθοδο TAPP, η TEP σέβεται πολύ περισσότερο τους ιστούς καθώς τους διαχωρίζει και δεν τους σκίζει. Επίσης η TEP είναι λιγότερο επεμβατική καθώς δεν εισέρχεται στην περιτοναική κοιλότητα και αποφεύγει έτσι τον κίνδυνο τραυματισμού ενδοπεριτοναικών οργάνων. Τέλος πολύ σπουδαία διαφορά είναι οτι στην TAPP αναγκαστικά το πλέγμα συρράπτεται με καρφιά ή ράμματα κάτι που στην TEP το αποφεύγουμε και έτσι ελαχιστοποιούμε τον μετεγχειρητικό πόνο.