Διόγκωση στην βουβωνική περιοχή
Ως βουβωνοκήλη ορίζουμε μια μη φυσιολογική προεξοχή κάποιου ενδοκοιλιακού ιστού ή οργάνου στην βουβωνική περιοχή, το οποίο προεξέχει διαμέσου του έσω βουβωνικού στομίου(βλ. παρακάτω) ή κάποιου ελλείμματος του οπίσθιου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου(βλ. παρακάτω).
Για σκοπούς κατανόησης, μπορούμε να φανταστούμε τον βουβωνικό πόρο σαν ένα λοξό σωλήνα εντός της δομής του κάτω πλάγιου κοιλιακού τοιχώματος. Τα τοιχώματα του “σωλήνα” αυτού αποτελούνται από μύες, απονευρώσεις και γενικώς στοιχεία συνδετικού ιστού. Διαμέσου του βουβωνικού πόρου, διέρχονται κυρίως:
ο σπερματικός πόρος,
τα σπερματικά αγγεία και
το λαγονοβουβωνικό νεύρο στον άνδρα
και
ο στρογγύλος σύνδεσμος της μήτρας και
το λαγονοβουβωνικό νεύρο στην γυναίκα
Το ένα στόμιο του βουβωνικού πόρου, βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά του κοιλιακού τοιχώματος και ονομάζεται έσω βουβωνικό στόμιο, ενώ το άλλο στόμιο ονομάζεται έξω βουβωνικό στόμιο και βρίσκεται κάτω από τους υποδόριους ιστούς.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ενδοκοιλιακοί ιστοί, διέρχονται διά του έσω βουβωνικού στομίου και προεξέχουν. Αυτή είναι η λεγόμενη λοξή βουβωνοκήλη.
Το οπίσθιο τοίχωμα του βουβωνικού πόρου σε αρκετές περιπτώσεις εξασθενεί και διαμέσου αυτού προεξέχουν προς τα έξω ενδοκοιλιακοί ιστοί. Αυτή είναι η λεγόμενη ευθεία βουβωνοκήλη.
Κλινική εικόνα
Ο ασθενής παρατηρεί διόγκωση στην βουβωνική περιοχή, η οποία ίσως και να μειώνεται ή να εξαφανίζεται όταν ξαπλώνει. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει αίσθημα βάρους ή και υπόκωφου πόνου κυρίως όταν ο ασθενής σηκώνει βάρος ή σφίγγεται.
Σε περίπτωση περίσφιξης(βλ. βασικές γνώσεις) η κλινική εικόνα είναι πολύ έντονη, με δυνατό πόνο. Σε αυτή την περίπτωση η αντιμετώπιση πρέπει να είναι άμεση.
Διάγνωση
Η διάγνωση τίθεται με την φυσική εξέταση από τον χειρουργό.
Θεραπεία
Η θεραπεία είναι μόνο χειρουργική.
Η μέθοδος είναι δυνατό να είναι είτε λαπαροσκοπική είτε ανοικτή.
Ανεξαρτήτως μεθόδου, η αποκατάσταση της κήλης γίνεται με την χρήση συνθετικού πλέγματος, κατά τρόπο που να ανατάσσεται η κήλη, να αποκαθίστανται η ανατομία της περιοχής και να ενισχύεται η σταθερότητα του κοιλιακού τοιχώματος, χωρίς να δημιουργείται τάση στους ιστούς(tension free). Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την αποφυγή υποτροπής της κήλης.
Η λαπαροσκοπική, αλλά και η σύγχρονη ανοικτή μέθοδος με πλέγμα έχουν άριστα αποτελέσματα εφόσον εφαρμοστούν σωστά. Η επιλογή της μιας ή της άλλης μεθόδου, στις περιπτώσεις όπου είναι δυνατό να εφαρμοστούν και οι δύο μέθοδοι, είναι θέμα προσωπικής προτίμησης ιατρού και ασθενούς και η απόφαση λαμβάνεται μετά από συζήτηση με τον ασθενή.
Στην ανοικτή μέθοδο ο ασθενής έχει μια τομή περίπου 5εκ. στην βουβωνική περιοχή, ενώ στην λαπαροσκοπική έχει από μια τομή 0,5εκ. στη δεξιά και αριστερή πλευρά της κοιλίας κάτωθεν του ύψους του ομφαλού και μια τομή 1εκ. στον ομφαλό.